γλαυκιῶν

γλαυκιῶν
γλαυκίζω
to be bluish-grey
fut part act masc nom sg (attic epic doric)
γλαυκιάω
glaring fiercely
pres part act masc voc sg
γλαυκιάω
glaring fiercely
pres part act neut nom/voc/acc sg
γλαυκιάω
glaring fiercely
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γλαυκιῶν — Γλαυκίης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκίων — γλαύκιον juice of the horned poppy neut gen pl γλαυκιάω glaring fiercely imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γλαυκιάω glaring fiercely imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”